φιλοδοξώ

φιλοδοξώ
φιλοδοξῶ, -έω, ΝΑ [φιλόδοξος]
αγαπώ πολύ και επιδιώκω την δόξα, είμαι φιλόδοξος
νεοελλ.
επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιήσω ένα έργο
αρχ.
1. φρ. «φιλοδοξῶ εἴς τινας» — επιζητώ να δοξαστώ μέσα σε ένα σύνολο ανθρώπων (Πολ.)
2. παροιμ. «φιλοδοξῶ ἐν ὀξυβάφῳ» — επιζητώ δόξα για μικρά και ασήμαντα πράγματα (Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοδοξώ — φιλοδοξώ, φιλοδόξησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φιλοδοξώ — φιλοδόξησα 1. αμτβ., είμαι φιλόδοξος, αγαπάω τη δόξα, είμαι μεγαλομανής. 2. μτβ., έχω τη φιλοδοξία να..., έχω το σκοπό να...: Φιλοδοξεί να γίνει βουλευτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοδοξῶ — φιλοδοξέω love fame pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοδοξέω love fame pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοδόξῳ — φιλόδοξος loving fame masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφιλοδοξώ — έω, Α [φιλοδοξῶ] φιλοδοξώ όπως και ένας άλλος …   Dictionary of Greek

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

  • προσφιλοτιμούμαι — έομαι, Α θεωρώ κάτι επί πλέον αντικείμενο τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτιμοῦμαι «φιλοδοξώ, αγαπώ τις τιμές»] …   Dictionary of Greek

  • φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”