φιλοδοξώ — φιλοδοξώ, φιλοδόξησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλοδοξώ — φιλοδόξησα 1. αμτβ., είμαι φιλόδοξος, αγαπάω τη δόξα, είμαι μεγαλομανής. 2. μτβ., έχω τη φιλοδοξία να..., έχω το σκοπό να...: Φιλοδοξεί να γίνει βουλευτής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλοδοξῶ — φιλοδοξέω love fame pres subj act 1st sg (attic epic doric) φιλοδοξέω love fame pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοδόξῳ — φιλόδοξος loving fame masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφιλοδοξώ — έω, Α [φιλοδοξῶ] φιλοδοξώ όπως και ένας άλλος … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
προσφιλοτιμούμαι — έομαι, Α θεωρώ κάτι επί πλέον αντικείμενο τιμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοτιμοῦμαι «φιλοδοξώ, αγαπώ τις τιμές»] … Dictionary of Greek
φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)